- προβιβάζομαι
- προβιβάζομαι, προβιβάστηκα, προβιβασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
επαναβαίνω — ἐπαναβαίνω και ποιητ. τ. ἐπαμβαίνω (AM) [βαίνω] 1. ανεβαίνω πάνω σε κάτι («κἄπειτ ἐπαναβὰς ἐπὶ τὸ φροντιστήριον τὸ τέγγος κατάσκαπτ », Αριοτοφ.) 2. (για αξίωμα) προάγομαι, προβιβάζομαι («εἰς τὰς τῶν ταξιάρχων χώρας ἐπαναβήσεσθαι», Ξεν.) 3. (για… … Dictionary of Greek
προβιβάζω — ΝΜΑ προάγω κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη τάξη νεοελλ. (ιδίως για μαθητές) προάγω στην αμέσως ανώτερη τάξη («ο δάσκαλος τόν προβίβασε τελικά από την πρώτη στη δευτέρα») αρχ. 1. κάνω κάποιον να φτάσει κάπου, οδηγώ, φέρω προς τα εμπρός 2.… … Dictionary of Greek
προπορεύομαι — ΝΑ (σε πορεία) βαδίζω πριν από τους άλλους, προηγούμαι («προπορεύεται τής πομπής») νεοελλ. μτφ. κατέχω την πρώτη θέση, υπερέχω αρχ. 1. έρχομαι προς τα εμπρός 2. προάγομαι, προβιβάζομαι («προπορεύεσθαι πρὸς τὴν στρατηγίαν», Πολ.) 3. (για ποταμό)… … Dictionary of Greek